- νεοχεττιτικός
- -ή, -όόρος που χρησιμοποιείται για τον χαρακτηρισμό τού πολιτισμού που άνθησε μετά την καταστροφή τής Χεττούσης το 1200 π.Χ., αναπτύχθηκε στην Ανω Συρία και διήρκεσε πέντε αιώνες.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.